ακαταβύθιστος

ακαταβύθιστος
-η, -ο [καταβυθίζω]
εκείνος που δεν έχει βυθιστεί ή δεν μπορούν να τόν βυθίσουν, αβούλιαχτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαταβύθιστος — η, ο αυτός που δεν καταβυθίστηκε ή δεν μπορεί να καταβυθιστεί: Το πλοίο αυτό θεωρούνταν ακαταβύθιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατάδυτος — η, ο [καταδύω] αυτός που δεν έχει σκεπαστεί από το νερό, ακαταβύθιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”